Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὁμοκάτοικος
ὁμοκέλευθος
ὁμόκεντρος
ὁμόκηνσος
ὁμοκίνητος
ὁμοκλά
ὁμοκλάω
ὁμοκλεής
ὁμοκλή
ὁμοκληρία
ὁμόκληρος
ὁμοκλής
ὁμοκλητήρ
ὁμόκλητος
ὁμόκλινος
ὁμοκοιτία
ὁμόκραιρος
ὁμόκτιτος
ὁμόκτυπος
ὁμοκωμήτης
ὁμόλεκτρος
View word page
ὁμόκληρος
one who has an equal share
ShortDef
one who has an equal share
Debugging
Headword:
ὁμόκληρος
Headword (normalized):
ὁμόκληρος
Headword (normalized/stripped):
ομοκληρος
IDX:
61977
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61978
Key:
Data
{'content': 'one who has an equal share'}