Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁμοκατάληκτος
ὁμοκάτοικος
ὁμοκέλευθος
ὁμόκεντρος
ὁμόκηνσος
ὁμοκίνητος
ὁμοκλά
ὁμοκλάω
ὁμοκλεής
ὁμοκλή
ὁμοκληρία
ὁμόκληρος
ὁμοκλής
ὁμοκλητήρ
ὁμόκλητος
ὁμόκλινος
ὁμοκοιτία
ὁμόκραιρος
ὁμόκτιτος
ὁμόκτυπος
ὁμοκωμήτης
View word page
ὁμοκληρία
joint possession

ShortDef

joint possession

Debugging

Headword:
ὁμοκληρία
Headword (normalized):
ὁμοκληρία
Headword (normalized/stripped):
ομοκληρια
IDX:
61976
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61977
Key:

Data

{'content': 'joint possession'}