Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁμοκαρπέω
ὁμοκατάληκτος
ὁμοκάτοικος
ὁμοκέλευθος
ὁμόκεντρος
ὁμόκηνσος
ὁμοκίνητος
ὁμοκλά
ὁμοκλάω
ὁμοκλεής
ὁμοκλή
ὁμοκληρία
ὁμόκληρος
ὁμοκλής
ὁμοκλητήρ
ὁμόκλητος
ὁμόκλινος
ὁμοκοιτία
ὁμόκραιρος
ὁμόκτιτος
ὁμόκτυπος
View word page
ὁμοκλή
threat, rebuke, threatening sounds; attack

ShortDef

threat, rebuke, threatening sounds; attack

Debugging

Headword:
ὁμοκλή
Headword (normalized):
ὁμοκλή
Headword (normalized/stripped):
ομοκλη
IDX:
61975
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61976
Key:

Data

{'content': 'threat, rebuke, threatening sounds; attack'}