Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁμοιωτικός
ὁμόκαποι
ὁμοκαρπέω
ὁμοκατάληκτος
ὁμοκάτοικος
ὁμοκέλευθος
ὁμόκεντρος
ὁμόκηνσος
ὁμοκίνητος
ὁμοκλά
ὁμοκλάω
ὁμοκλεής
ὁμοκλή
ὁμοκληρία
ὁμόκληρος
ὁμοκλής
ὁμοκλητήρ
ὁμόκλητος
ὁμόκλινος
ὁμοκοιτία
ὁμόκραιρος
View word page
ὁμοκλάω
call (to encourage, threaten)

ShortDef

call (to encourage, threaten)

Debugging

Headword:
ὁμοκλάω
Headword (normalized):
ὁμοκλάω
Headword (normalized/stripped):
ομοκλαω
IDX:
61973
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61974
Key:

Data

{'content': 'call (to encourage, threaten)'}