Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁμοίως
ὁμοίωσις
ὁμοιωτής
ὁμοιωτικός
ὁμόκαποι
ὁμοκαρπέω
ὁμοκατάληκτος
ὁμοκάτοικος
ὁμοκέλευθος
ὁμόκεντρος
ὁμόκηνσος
ὁμοκίνητος
ὁμοκλά
ὁμοκλάω
ὁμοκλεής
ὁμοκλή
ὁμοκληρία
ὁμόκληρος
ὁμοκλής
ὁμοκλητήρ
ὁμόκλητος
View word page
ὁμόκηνσος
census

ShortDef

census

Debugging

Headword:
ὁμόκηνσος
Headword (normalized):
ὁμόκηνσος
Headword (normalized/stripped):
ομοκηνσος
IDX:
61970
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61971
Key:

Data

{'content': 'census'}