Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄναξις
ἀναξιφόρμιγξ
ἀναξυράω
ἀναξυρίδες
ἀναξύω
ἀναπαιδεύω
ἀναπαιστικός
ἀνάπαιστος
ἀναπαιστρίς
ἀναπαίτητος
ἀναπαίω
ἀναπαλαίω
ἀναπαλεύω
ἀναπάλη
ἀνάπαλιν
ἀναπαλινδρομέω
ἀναπάλλακτος
ἀναπαλλοτρίωτος
ἀναπάλλω
ἀνάπαλος
ἀνάπαλσις
View word page
ἀναπαίω
to strike back

ShortDef

to strike back

Debugging

Headword:
ἀναπαίω
Headword (normalized):
ἀναπαίω
Headword (normalized/stripped):
αναπαιω
IDX:
6196
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6197
Key:

Data

{'content': 'to strike back'}