Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁμοιόω
ὁμοίωμα
ὁμοιωματικός
ὁμοίως
ὁμοίωσις
ὁμοιωτής
ὁμοιωτικός
ὁμόκαποι
ὁμοκαρπέω
ὁμοκατάληκτος
ὁμοκάτοικος
ὁμοκέλευθος
ὁμόκεντρος
ὁμόκηνσος
ὁμοκίνητος
ὁμοκλά
ὁμοκλάω
ὁμοκλεής
ὁμοκλή
ὁμοκληρία
ὁμόκληρος
View word page
ὁμοκάτοικος
dwelling together

ShortDef

dwelling together

Debugging

Headword:
ὁμοκάτοικος
Headword (normalized):
ὁμοκάτοικος
Headword (normalized/stripped):
ομοκατοικος
IDX:
61967
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61968
Key:

Data

{'content': 'dwelling together'}