Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁμοιοφόρος
ὁμοιοφωνέω
ὁμοιόχρονος
ὁμοιόχροος
ὁμοιοχρώματος
ὁμοιόχωρος
ὁμοιόω
ὁμοίωμα
ὁμοιωματικός
ὁμοίως
ὁμοίωσις
ὁμοιωτής
ὁμοιωτικός
ὁμόκαποι
ὁμοκαρπέω
ὁμοκατάληκτος
ὁμοκάτοικος
ὁμοκέλευθος
ὁμόκεντρος
ὁμόκηνσος
ὁμοκίνητος
View word page
ὁμοίωσις
a becoming like, assimilation

ShortDef

a becoming like, assimilation

Debugging

Headword:
ὁμοίωσις
Headword (normalized):
ὁμοίωσις
Headword (normalized/stripped):
ομοιωσις
IDX:
61961
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61962
Key:

Data

{'content': 'a becoming like, assimilation'}