Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναξιοπαθέω
ἀναξιόπιστος
ἀνάξιος
ἀνάξιος2
ἄναξις
ἀναξιφόρμιγξ
ἀναξυράω
ἀναξυρίδες
ἀναξύω
ἀναπαιδεύω
ἀναπαιστικός
ἀνάπαιστος
ἀναπαιστρίς
ἀναπαίτητος
ἀναπαίω
ἀναπαλαίω
ἀναπαλεύω
ἀναπάλη
ἀνάπαλιν
ἀναπαλινδρομέω
ἀναπάλλακτος
View word page
ἀναπαιστικός
anapaestic
ShortDef
anapaestic
Debugging
Headword:
ἀναπαιστικός
Headword (normalized):
ἀναπαιστικός
Headword (normalized/stripped):
αναπαιστικος
IDX:
6192
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6193
Key:
Data
{'content': 'anapaestic'}