Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὁμοιοπαθής
ὁμοιοπαράγωγος
ὁμοιοπλατής
ὁμοιοποιός
ὁμοιοπρεπής
ὁμοιοπρόσωπος
ὁμοιοπρόφορος
ὁμοιόπτωτος
ὁμοιόπυκνος
ὁμοιόπυρος
ὁμοιόριστος
ὁμοιόρροπος
ὁμοιόρρυθμος
ὅμοιος
ὁμοιόσημος
ὁμοιοσκελής
ὁμοιόσκευος
ὁμοιοστάδιος
ὁμοιόστομος
ὁμοιοσύστατος
ὁμοιοσχημονέω
View word page
ὁμοιόριστος
having a common definition
ShortDef
having a common definition
Debugging
Headword:
ὁμοιόριστος
Headword (normalized):
ὁμοιόριστος
Headword (normalized/stripped):
ομοιοριστος
IDX:
61928
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61929
Key:
Data
{'content': 'having a common definition'}