Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁμοιόμετρος
ὁμοιόμορφος
ὁμοιόνομος
ὁμοιοπάθεια
ὁμοιοπαθέω
ὁμοιοπαθής
ὁμοιοπαράγωγος
ὁμοιοπλατής
ὁμοιοποιός
ὁμοιοπρεπής
ὁμοιοπρόσωπος
ὁμοιοπρόφορος
ὁμοιόπτωτος
ὁμοιόπυκνος
ὁμοιόπυρος
ὁμοιόριστος
ὁμοιόρροπος
ὁμοιόρρυθμος
ὅμοιος
ὁμοιόσημος
ὁμοιοσκελής
View word page
ὁμοιοπρόσωπος
in the same person

ShortDef

in the same person

Debugging

Headword:
ὁμοιοπρόσωπος
Headword (normalized):
ὁμοιοπρόσωπος
Headword (normalized/stripped):
ομοιοπροσωπος
IDX:
61923
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61924
Key:

Data

{'content': 'in the same person'}