Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναξίμολπος
ἀναξιόλογος
ἀναξιοπάθεια
ἀναξιοπαθέω
ἀναξιόπιστος
ἀνάξιος
ἀνάξιος2
ἄναξις
ἀναξιφόρμιγξ
ἀναξυράω
ἀναξυρίδες
ἀναξύω
ἀναπαιδεύω
ἀναπαιστικός
ἀνάπαιστος
ἀναπαιστρίς
ἀναπαίτητος
ἀναπαίω
ἀναπαλαίω
ἀναπαλεύω
ἀναπάλη
View word page
ἀναξυρίδες
the trousers

ShortDef

the trousers

Debugging

Headword:
ἀναξυρίδες
Headword (normalized):
ἀναξυρίδες
Headword (normalized/stripped):
αναξυριδες
IDX:
6189
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6190
Key:

Data

{'content': 'the trousers'}