Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἀναξιμένης
ἀναξίμολπος
ἀναξιόλογος
ἀναξιοπάθεια
ἀναξιοπαθέω
ἀναξιόπιστος
ἀνάξιος
ἀνάξιος2
ἄναξις
ἀναξιφόρμιγξ
ἀναξυράω
ἀναξυρίδες
ἀναξύω
ἀναπαιδεύω
ἀναπαιστικός
ἀνάπαιστος
ἀναπαιστρίς
ἀναπαίτητος
ἀναπαίω
ἀναπαλαίω
ἀναπαλεύω
View word page
ἀναξυράω
shave again
ShortDef
shave again
Debugging
Headword:
ἀναξυράω
Headword (normalized):
ἀναξυράω
Headword (normalized/stripped):
αναξυραω
IDX:
6188
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6189
Key:
Data
{'content': 'shave again'}