Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὁμοδίαιτος
ὁμόδιφρος
ὁμοδογματέω
ὁμοδογματία
ὁμοδοξέω
ὁμοδοξία
ὁμόδοξος
ὁμόδουλος
ὁμόδουπος
ὁμοδρομέω
ὁμοδρομία
ὁμόδρομος
ὁμοδυναμέω
ὁμοεγκλίτως
ὁμοεθνέω
ὁμοεθνής
ὁμοεθνία
ὁμοείδεια
ὁμοειδής
ὁμόεργος
ὁμοερκής
View word page
ὁμοδρομία
a running together, meeting
ShortDef
a running together, meeting
Debugging
Headword:
ὁμοδρομία
Headword (normalized):
ὁμοδρομία
Headword (normalized/stripped):
ομοδρομια
IDX:
61855
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61856
Key:
Data
{'content': 'a running together, meeting'}