Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὁμογενέτωρ
ὁμογενής
ὁμογέρων
ὁμογλωσσέω
ὁμόγλωσσος
ὁμόγνητος
ὁμόγνιος
ὁμογνωμονέω
ὁμογνωμοσύνη
ὁμογνώμων
ὁμόγονος
ὁμόγραμμος
ὁμογραφέω
ὁμόγραφος
ὁμοδαίμων
ὁμόδαις
ὁμοδέμνιος
ὁμοδημέω
ὁμοδημία
ὁμόδημος
ὁμοδίαιτα
View word page
ὁμόγονος
(n.) kinsman; (adj.) of the same kind
ShortDef
(n.) kinsman; (adj.) of the same kind
Debugging
Headword:
ὁμόγονος
Headword (normalized):
ὁμόγονος
Headword (normalized/stripped):
ομογονος
IDX:
61834
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61835
Key:
Data
{'content': '(n.) kinsman; (adj.) of the same kind'}