Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὁμογάλακτες
ὁμόγαμβροι
ὁμόγαμος
ὁμογάστριος
ὁμογένεια
ὁμογενέτωρ
ὁμογενής
ὁμογέρων
ὁμογλωσσέω
ὁμόγλωσσος
ὁμόγνητος
ὁμόγνιος
ὁμογνωμονέω
ὁμογνωμοσύνη
ὁμογνώμων
ὁμόγονος
ὁμόγραμμος
ὁμογραφέω
ὁμόγραφος
ὁμοδαίμων
ὁμόδαις
View word page
ὁμόγνητος
brother
ShortDef
brother
Debugging
Headword:
ὁμόγνητος
Headword (normalized):
ὁμόγνητος
Headword (normalized/stripped):
ομογνητος
IDX:
61829
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61830
Key:
Data
{'content': 'brother'}