Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁμοβώμιος
ὁμογάλακτες
ὁμόγαμβροι
ὁμόγαμος
ὁμογάστριος
ὁμογένεια
ὁμογενέτωρ
ὁμογενής
ὁμογέρων
ὁμογλωσσέω
ὁμόγλωσσος
ὁμόγνητος
ὁμόγνιος
ὁμογνωμονέω
ὁμογνωμοσύνη
ὁμογνώμων
ὁμόγονος
ὁμόγραμμος
ὁμογραφέω
ὁμόγραφος
ὁμοδαίμων
View word page
ὁμόγλωσσος
speaking the same tongue

ShortDef

speaking the same tongue

Debugging

Headword:
ὁμόγλωσσος
Headword (normalized):
ὁμόγλωσσος
Headword (normalized/stripped):
ομογλωσσος
IDX:
61828
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61829
Key:

Data

{'content': 'speaking the same tongue'}