Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὁμόβιος
ὁμοβλαστέω
ὁμοβλαστής
ὁμοβουλέω
ὁμοβώμιος
ὁμογάλακτες
ὁμόγαμβροι
ὁμόγαμος
ὁμογάστριος
ὁμογένεια
ὁμογενέτωρ
ὁμογενής
ὁμογέρων
ὁμογλωσσέω
ὁμόγλωσσος
ὁμόγνητος
ὁμόγνιος
ὁμογνωμονέω
ὁμογνωμοσύνη
ὁμογνώμων
ὁμόγονος
View word page
ὁμογενέτωρ
an own brother
ShortDef
an own brother
Debugging
Headword:
ὁμογενέτωρ
Headword (normalized):
ὁμογενέτωρ
Headword (normalized/stripped):
ομογενετωρ
IDX:
61824
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61825
Key:
Data
{'content': 'an own brother'}