Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀμματογράφος
ὀμματοποιός
ὀμματοσταγεῖς
ὀμματοστερής
ὀμματόφυλλα
ὀμματόω
ὄμνυμι
ὁμόβιος
ὁμοβλαστέω
ὁμοβλαστής
ὁμοβουλέω
ὁμοβώμιος
ὁμογάλακτες
ὁμόγαμβροι
ὁμόγαμος
ὁμογάστριος
ὁμογένεια
ὁμογενέτωρ
ὁμογενής
ὁμογέρων
ὁμογλωσσέω
View word page
ὁμοβουλέω
deliberate together

ShortDef

deliberate together

Debugging

Headword:
ὁμοβουλέω
Headword (normalized):
ὁμοβουλέω
Headword (normalized/stripped):
ομοβουλεω
IDX:
61817
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61818
Key:

Data

{'content': 'deliberate together'}