Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀμμάτειος
ὀμματογράφος
ὀμματοποιός
ὀμματοσταγεῖς
ὀμματοστερής
ὀμματόφυλλα
ὀμματόω
ὄμνυμι
ὁμόβιος
ὁμοβλαστέω
ὁμοβλαστής
ὁμοβουλέω
ὁμοβώμιος
ὁμογάλακτες
ὁμόγαμβροι
ὁμόγαμος
ὁμογάστριος
ὁμογένεια
ὁμογενέτωρ
ὁμογενής
ὁμογέρων
View word page
ὁμοβλαστής
sprouting at the same time
ShortDef
sprouting at the same time
Debugging
Headword:
ὁμοβλαστής
Headword (normalized):
ὁμοβλαστής
Headword (normalized/stripped):
ομοβλαστης
IDX:
61816
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61817
Key:
Data
{'content': 'sprouting at the same time'}