Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὄμμα
ὀμμάτειος
ὀμματογράφος
ὀμματοποιός
ὀμματοσταγεῖς
ὀμματοστερής
ὀμματόφυλλα
ὀμματόω
ὄμνυμι
ὁμόβιος
ὁμοβλαστέω
ὁμοβλαστής
ὁμοβουλέω
ὁμοβώμιος
ὁμογάλακτες
ὁμόγαμβροι
ὁμόγαμος
ὁμογάστριος
ὁμογένεια
ὁμογενέτωρ
ὁμογενής
View word page
ὁμοβλαστέω
shoot
ShortDef
shoot
Debugging
Headword:
ὁμοβλαστέω
Headword (normalized):
ὁμοβλαστέω
Headword (normalized/stripped):
ομοβλαστεω
IDX:
61815
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61816
Key:
Data
{'content': 'shoot'}