Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀμιχλόομαι
ὄμμα
ὀμμάτειος
ὀμματογράφος
ὀμματοποιός
ὀμματοσταγεῖς
ὀμματοστερής
ὀμματόφυλλα
ὀμματόω
ὄμνυμι
ὁμόβιος
ὁμοβλαστέω
ὁμοβλαστής
ὁμοβουλέω
ὁμοβώμιος
ὁμογάλακτες
ὁμόγαμβροι
ὁμόγαμος
ὁμογάστριος
ὁμογένεια
ὁμογενέτωρ
View word page
ὁμόβιος
living together
ShortDef
living together
Debugging
Headword:
ὁμόβιος
Headword (normalized):
ὁμόβιος
Headword (normalized/stripped):
ομοβιος
IDX:
61814
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61815
Key:
Data
{'content': 'living together'}