Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀμιχλήεις
ὀμιχλοειδής
ὀμιχλόομαι
ὄμμα
ὀμμάτειος
ὀμματογράφος
ὀμματοποιός
ὀμματοσταγεῖς
ὀμματοστερής
ὀμματόφυλλα
ὀμματόω
ὄμνυμι
ὁμόβιος
ὁμοβλαστέω
ὁμοβλαστής
ὁμοβουλέω
ὁμοβώμιος
ὁμογάλακτες
ὁμόγαμβροι
ὁμόγαμος
ὁμογάστριος
View word page
ὀμματόω
to furnish with eyes

ShortDef

to furnish with eyes

Debugging

Headword:
ὀμματόω
Headword (normalized):
ὀμματόω
Headword (normalized/stripped):
ομματοω
IDX:
61812
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61813
Key:

Data

{'content': 'to furnish with eyes'}