Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀμίχλη
ὀμιχλήεις
ὀμιχλοειδής
ὀμιχλόομαι
ὄμμα
ὀμμάτειος
ὀμματογράφος
ὀμματοποιός
ὀμματοσταγεῖς
ὀμματοστερής
ὀμματόφυλλα
ὀμματόω
ὄμνυμι
ὁμόβιος
ὁμοβλαστέω
ὁμοβλαστής
ὁμοβουλέω
ὁμοβώμιος
ὁμογάλακτες
ὁμόγαμβροι
ὁμόγαμος
View word page
ὀμματόφυλλα
eyelids

ShortDef

eyelids

Debugging

Headword:
ὀμματόφυλλα
Headword (normalized):
ὀμματόφυλλα
Headword (normalized/stripped):
ομματοφυλλα
IDX:
61811
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61812
Key:

Data

{'content': 'eyelids'}