Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀμιχλαίνω
ὁμίχλη
ὀμίχλη
ὀμιχλήεις
ὀμιχλοειδής
ὀμιχλόομαι
ὄμμα
ὀμμάτειος
ὀμματογράφος
ὀμματοποιός
ὀμματοσταγεῖς
ὀμματοστερής
ὀμματόφυλλα
ὀμματόω
ὄμνυμι
ὁμόβιος
ὁμοβλαστέω
ὁμοβλαστής
ὁμοβουλέω
ὁμοβώμιος
ὁμογάλακτες
View word page
ὀμματοσταγεῖς
of welling tears

ShortDef

of welling tears

Debugging

Headword:
ὀμματοσταγεῖς
Headword (normalized):
ὀμματοσταγεῖς
Headword (normalized/stripped):
ομματοσταγεις
IDX:
61809
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61810
Key:

Data

{'content': 'of welling tears'}