Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναξηραντικός
ἀναξηρασμός
ἀναξία
ἀναξία2
ἀναξίαλος
Ἀναξίβιος
ἀναξιβρέντας
Ἀναξίλαος
Ἀναξιμένης
ἀναξίμολπος
ἀναξιόλογος
ἀναξιοπάθεια
ἀναξιοπαθέω
ἀναξιόπιστος
ἀνάξιος
ἀνάξιος2
ἄναξις
ἀναξιφόρμιγξ
ἀναξυράω
ἀναξυρίδες
ἀναξύω
View word page
ἀναξιόλογος
inconsiderable

ShortDef

inconsiderable

Debugging

Headword:
ἀναξιόλογος
Headword (normalized):
ἀναξιόλογος
Headword (normalized/stripped):
αναξιολογος
IDX:
6180
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6181
Key:

Data

{'content': 'inconsiderable'}