Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὅμιλος
ὀμιχλαίνω
ὁμίχλη
ὀμίχλη
ὀμιχλήεις
ὀμιχλοειδής
ὀμιχλόομαι
ὄμμα
ὀμμάτειος
ὀμματογράφος
ὀμματοποιός
ὀμματοσταγεῖς
ὀμματοστερής
ὀμματόφυλλα
ὀμματόω
ὄμνυμι
ὁμόβιος
ὁμοβλαστέω
ὁμοβλαστής
ὁμοβουλέω
ὁμοβώμιος
View word page
ὀμματοποιός
causing to see

ShortDef

causing to see

Debugging

Headword:
ὀμματοποιός
Headword (normalized):
ὀμματοποιός
Headword (normalized/stripped):
ομματοποιος
IDX:
61808
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61809
Key:

Data

{'content': 'causing to see'}