Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁμιλία
ὅμιλος
ὀμιχλαίνω
ὁμίχλη
ὀμίχλη
ὀμιχλήεις
ὀμιχλοειδής
ὀμιχλόομαι
ὄμμα
ὀμμάτειος
ὀμματογράφος
ὀμματοποιός
ὀμματοσταγεῖς
ὀμματοστερής
ὀμματόφυλλα
ὀμματόω
ὄμνυμι
ὁμόβιος
ὁμοβλαστέω
ὁμοβλαστής
ὁμοβουλέω
View word page
ὀμματογράφος
painting

ShortDef

painting

Debugging

Headword:
ὀμματογράφος
Headword (normalized):
ὀμματογράφος
Headword (normalized/stripped):
ομματογραφος
IDX:
61807
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61808
Key:

Data

{'content': 'painting'}