Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὁμιλητικός
ὁμιλητός
ὁμιλία
ὅμιλος
ὀμιχλαίνω
ὁμίχλη
ὀμίχλη
ὀμιχλήεις
ὀμιχλοειδής
ὀμιχλόομαι
ὄμμα
ὀμμάτειος
ὀμματογράφος
ὀμματοποιός
ὀμματοσταγεῖς
ὀμματοστερής
ὀμματόφυλλα
ὀμματόω
ὄμνυμι
ὁμόβιος
ὁμοβλαστέω
View word page
ὄμμα
the eye
ShortDef
the eye
Debugging
Headword:
ὄμμα
Headword (normalized):
ὄμμα
Headword (normalized/stripped):
ομμα
IDX:
61805
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61806
Key:
Data
{'content': 'the eye'}