Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὁμίλησις
ὁμιλητέον
ὁμιλητής
ὁμιλητικός
ὁμιλητός
ὁμιλία
ὅμιλος
ὀμιχλαίνω
ὁμίχλη
ὀμίχλη
ὀμιχλήεις
ὀμιχλοειδής
ὀμιχλόομαι
ὄμμα
ὀμμάτειος
ὀμματογράφος
ὀμματοποιός
ὀμματοσταγεῖς
ὀμματοστερής
ὀμματόφυλλα
ὀμματόω
View word page
ὀμιχλήεις
misty
ShortDef
misty
Debugging
Headword:
ὀμιχλήεις
Headword (normalized):
ὀμιχλήεις
Headword (normalized/stripped):
ομιχληεις
IDX:
61802
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61803
Key:
Data
{'content': 'misty'}