Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὁμίλημα
ὁμίλησις
ὁμιλητέον
ὁμιλητής
ὁμιλητικός
ὁμιλητός
ὁμιλία
ὅμιλος
ὀμιχλαίνω
ὁμίχλη
ὀμίχλη
ὀμιχλήεις
ὀμιχλοειδής
ὀμιχλόομαι
ὄμμα
ὀμμάτειος
ὀμματογράφος
ὀμματοποιός
ὀμματοσταγεῖς
ὀμματοστερής
ὀμματόφυλλα
View word page
ὀμίχλη
mist, fog
ShortDef
mist, fog
Debugging
Headword:
ὀμίχλη
Headword (normalized):
ὀμίχλη
Headword (normalized/stripped):
ομιχλη
IDX:
61801
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61802
Key:
Data
{'content': 'mist, fog'}