Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁμιλαδόν
ὁμιλέω
ὁμίλημα
ὁμίλησις
ὁμιλητέον
ὁμιλητής
ὁμιλητικός
ὁμιλητός
ὁμιλία
ὅμιλος
ὀμιχλαίνω
ὁμίχλη
ὀμίχλη
ὀμιχλήεις
ὀμιχλοειδής
ὀμιχλόομαι
ὄμμα
ὀμμάτειος
ὀμματογράφος
ὀμματοποιός
ὀμματοσταγεῖς
View word page
ὀμιχλαίνω
become dark

ShortDef

become dark

Debugging

Headword:
ὀμιχλαίνω
Headword (normalized):
ὀμιχλαίνω
Headword (normalized/stripped):
ομιχλαινω
IDX:
61799
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61800
Key:

Data

{'content': 'become dark'}