Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἁγνιστής
ἁγνίτης
ἀγνοέω
ἀγνόημα
ἀγνοηματίζω
ἀγνόησις
ἀγνοητέον
ἀγνοητικός
ἀγνοητός
ἄγνοια
ἀγνοούντως
ἁγνοπολέομαι
ἁγνοπόλος
ἁγνόρυτος
ἄγνος
ἁγνός
ἁγνόστομος
ἁγνοτελής
ἁγνότης
Ἁγνούσιος
ἄγνυμι
View word page
ἀγνοούντως
ignorantly
ShortDef
ignorantly
Debugging
Headword:
ἀγνοούντως
Headword (normalized):
ἀγνοούντως
Headword (normalized/stripped):
αγνοουντως
IDX:
617
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-618
Key:
Data
{'content': 'ignorantly'}