Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ὅμηρος
ὁμιλαδόν
ὁμιλέω
ὁμίλημα
ὁμίλησις
ὁμιλητέον
ὁμιλητής
ὁμιλητικός
ὁμιλητός
ὁμιλία
ὅμιλος
ὀμιχλαίνω
ὁμίχλη
ὀμίχλη
ὀμιχλήεις
ὀμιχλοειδής
ὀμιχλόομαι
ὄμμα
ὀμμάτειος
ὀμματογράφος
ὀμματοποιός
View word page
ὅμιλος
any assembled crowd, a throng of people
ShortDef
any assembled crowd, a throng of people
Debugging
Headword:
ὅμιλος
Headword (normalized):
ὅμιλος
Headword (normalized/stripped):
ομιλος
IDX:
61798
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61799
Key:
Data
{'content': 'any assembled crowd, a throng of people'}