Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὅμηρος
Ὅμηρος
ὁμιλαδόν
ὁμιλέω
ὁμίλημα
ὁμίλησις
ὁμιλητέον
ὁμιλητής
ὁμιλητικός
ὁμιλητός
ὁμιλία
ὅμιλος
ὀμιχλαίνω
ὁμίχλη
ὀμίχλη
ὀμιχλήεις
ὀμιχλοειδής
ὀμιχλόομαι
ὄμμα
ὀμμάτειος
ὀμματογράφος
View word page
ὁμιλία
a being together, communion, intercourse, converse, company

ShortDef

a being together, communion, intercourse, converse, company

Debugging

Headword:
ὁμιλία
Headword (normalized):
ὁμιλία
Headword (normalized/stripped):
ομιλια
IDX:
61797
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61798
Key:

Data

{'content': 'a being together, communion, intercourse, converse, company'}