Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ὁμηροπάτης
ὅμηρος
Ὅμηρος
ὁμιλαδόν
ὁμιλέω
ὁμίλημα
ὁμίλησις
ὁμιλητέον
ὁμιλητής
ὁμιλητικός
ὁμιλητός
ὁμιλία
ὅμιλος
ὀμιχλαίνω
ὁμίχλη
ὀμίχλη
ὀμιχλήεις
ὀμιχλοειδής
ὀμιχλόομαι
ὄμμα
ὀμμάτειος
View word page
ὁμιλητός
with whom one may consort
ShortDef
with whom one may consort
Debugging
Headword:
ὁμιλητός
Headword (normalized):
ὁμιλητός
Headword (normalized/stripped):
ομιλητος
IDX:
61796
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61797
Key:
Data
{'content': 'with whom one may consort'}