Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ὁμηρομαντεῖον
Ὁμηρομάστιξ
Ὁμηροπάτης
ὅμηρος
Ὅμηρος
ὁμιλαδόν
ὁμιλέω
ὁμίλημα
ὁμίλησις
ὁμιλητέον
ὁμιλητής
ὁμιλητικός
ὁμιλητός
ὁμιλία
ὅμιλος
ὀμιχλαίνω
ὁμίχλη
ὀμίχλη
ὀμιχλήεις
ὀμιχλοειδής
ὀμιχλόομαι
View word page
ὁμιλητής
a disciple, scholar

ShortDef

a disciple, scholar

Debugging

Headword:
ὁμιλητής
Headword (normalized):
ὁμιλητής
Headword (normalized/stripped):
ομιλητης
IDX:
61794
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61795
Key:

Data

{'content': 'a disciple, scholar'}