Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ὁμηροκέντρων
Ὁμηρομαντεῖον
Ὁμηρομάστιξ
Ὁμηροπάτης
ὅμηρος
Ὅμηρος
ὁμιλαδόν
ὁμιλέω
ὁμίλημα
ὁμίλησις
ὁμιλητέον
ὁμιλητής
ὁμιλητικός
ὁμιλητός
ὁμιλία
ὅμιλος
ὀμιχλαίνω
ὁμίχλη
ὀμίχλη
ὀμιχλήεις
ὀμιχλοειδής
View word page
ὁμιλητέον
one must associate with

ShortDef

one must associate with

Debugging

Headword:
ὁμιλητέον
Headword (normalized):
ὁμιλητέον
Headword (normalized/stripped):
ομιλητεον
IDX:
61793
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61794
Key:

Data

{'content': 'one must associate with'}