Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ὁμηριστής
Ὁμηροκέντρων
Ὁμηρομαντεῖον
Ὁμηρομάστιξ
Ὁμηροπάτης
ὅμηρος
Ὅμηρος
ὁμιλαδόν
ὁμιλέω
ὁμίλημα
ὁμίλησις
ὁμιλητέον
ὁμιλητής
ὁμιλητικός
ὁμιλητός
ὁμιλία
ὅμιλος
ὀμιχλαίνω
ὁμίχλη
ὀμίχλη
ὀμιχλήεις
View word page
ὁμίλησις
intercourse

ShortDef

intercourse

Debugging

Headword:
ὁμίλησις
Headword (normalized):
ὁμίλησις
Headword (normalized/stripped):
ομιλησις
IDX:
61792
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61793
Key:

Data

{'content': 'intercourse'}