Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ὁμηρίδης
Ὁμηρίζω
Ὁμηρικός
Ὁμηριστής
Ὁμηροκέντρων
Ὁμηρομαντεῖον
Ὁμηρομάστιξ
Ὁμηροπάτης
ὅμηρος
Ὅμηρος
ὁμιλαδόν
ὁμιλέω
ὁμίλημα
ὁμίλησις
ὁμιλητέον
ὁμιλητής
ὁμιλητικός
ὁμιλητός
ὁμιλία
ὅμιλος
ὀμιχλαίνω
View word page
ὁμιλαδόν
in groups

ShortDef

in groups

Debugging

Headword:
ὁμιλαδόν
Headword (normalized):
ὁμιλαδόν
Headword (normalized/stripped):
ομιλαδον
IDX:
61789
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61790
Key:

Data

{'content': 'in groups'}