Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁμηρέω
Ὁμηρίδης
Ὁμηρίζω
Ὁμηρικός
Ὁμηριστής
Ὁμηροκέντρων
Ὁμηρομαντεῖον
Ὁμηρομάστιξ
Ὁμηροπάτης
ὅμηρος
Ὅμηρος
ὁμιλαδόν
ὁμιλέω
ὁμίλημα
ὁμίλησις
ὁμιλητέον
ὁμιλητής
ὁμιλητικός
ὁμιλητός
ὁμιλία
ὅμιλος
View word page
Ὅμηρος
Homer

ShortDef

a pledge for the maintenance of unity, a surety, a hostage
Homer

Debugging

Headword:
Ὅμηρος
Headword (normalized):
ὅμηρος
Headword (normalized/stripped):
ομηρος
IDX:
61788
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61789
Key:

Data

{'content': 'Homer'}