Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὁμηρεύω
ὁμηρεύω3
ὁμηρέω
Ὁμηρίδης
Ὁμηρίζω
Ὁμηρικός
Ὁμηριστής
Ὁμηροκέντρων
Ὁμηρομαντεῖον
Ὁμηρομάστιξ
Ὁμηροπάτης
ὅμηρος
Ὅμηρος
ὁμιλαδόν
ὁμιλέω
ὁμίλημα
ὁμίλησις
ὁμιλητέον
ὁμιλητής
ὁμιλητικός
ὁμιλητός
View word page
Ὁμηροπάτης
one who tramples on Homer
ShortDef
one who tramples on Homer
Debugging
Headword:
Ὁμηροπάτης
Headword (normalized):
ὁμηροπάτης
Headword (normalized/stripped):
ομηροπατης
IDX:
61786
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61787
Key:
Data
{'content': 'one who tramples on Homer'}