Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναξέω
ἀναξηραίνω
ἀναξήρανσις
ἀναξηραντικός
ἀναξηρασμός
ἀναξία
ἀναξία2
ἀναξίαλος
Ἀναξίβιος
ἀναξιβρέντας
Ἀναξίλαος
Ἀναξιμένης
ἀναξίμολπος
ἀναξιόλογος
ἀναξιοπάθεια
ἀναξιοπαθέω
ἀναξιόπιστος
ἀνάξιος
ἀνάξιος2
ἄναξις
ἀναξιφόρμιγξ
View word page
Ἀναξίλαος
Anaxilas, Anaxilaus

ShortDef

Anaxilas, Anaxilaus

Debugging

Headword:
Ἀναξίλαος
Headword (normalized):
ἀναξίλαος
Headword (normalized/stripped):
αναξιλαος
IDX:
6177
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6178
Key:

Data

{'content': 'Anaxilas, Anaxilaus'}