Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁμηλικία
ὁμηλικίη
ὁμήλικος
ὁμῆλιξ
ὁμηλυσία
ὁμηρεία
Ὁμήρειον
Ὁμήρειος
ὁμήρευμα
ὁμηρεύω
ὁμηρεύω3
ὁμηρέω
Ὁμηρίδης
Ὁμηρίζω
Ὁμηρικός
Ὁμηριστής
Ὁμηροκέντρων
Ὁμηρομαντεῖον
Ὁμηρομάστιξ
Ὁμηροπάτης
ὅμηρος
View word page
ὁμηρεύω3
go shares in

ShortDef

to be a hostage
go shares in

Debugging

Headword:
ὁμηρεύω3
Headword (normalized):
ὁμηρεύω
Headword (normalized/stripped):
ομηρευω3
IDX:
61777
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61778
Key:

Data

{'content': 'go shares in'}