Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὁμήθης
ὁμηλικία
ὁμηλικίη
ὁμήλικος
ὁμῆλιξ
ὁμηλυσία
ὁμηρεία
Ὁμήρειον
Ὁμήρειος
ὁμήρευμα
ὁμηρεύω
ὁμηρεύω3
ὁμηρέω
Ὁμηρίδης
Ὁμηρίζω
Ὁμηρικός
Ὁμηριστής
Ὁμηροκέντρων
Ὁμηρομαντεῖον
Ὁμηρομάστιξ
Ὁμηροπάτης
View word page
ὁμηρεύω
to be a hostage
ShortDef
to be a hostage
go shares in
Debugging
Headword:
ὁμηρεύω
Headword (normalized):
ὁμηρεύω
Headword (normalized/stripped):
ομηρευω
IDX:
61776
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61777
Key:
Data
{'content': 'to be a hostage'}