Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὁμήθεια
ὁμήθης
ὁμηλικία
ὁμηλικίη
ὁμήλικος
ὁμῆλιξ
ὁμηλυσία
ὁμηρεία
Ὁμήρειον
Ὁμήρειος
ὁμήρευμα
ὁμηρεύω
ὁμηρεύω3
ὁμηρέω
Ὁμηρίδης
Ὁμηρίζω
Ὁμηρικός
Ὁμηριστής
Ὁμηροκέντρων
Ὁμηρομαντεῖον
Ὁμηρομάστιξ
View word page
ὁμήρευμα
a hostage, pledge
ShortDef
a hostage, pledge
Debugging
Headword:
ὁμήρευμα
Headword (normalized):
ὁμήρευμα
Headword (normalized/stripped):
ομηρευμα
IDX:
61775
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61776
Key:
Data
{'content': 'a hostage, pledge'}