Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁμήγυρις
ὁμήθεια
ὁμήθης
ὁμηλικία
ὁμηλικίη
ὁμήλικος
ὁμῆλιξ
ὁμηλυσία
ὁμηρεία
Ὁμήρειον
Ὁμήρειος
ὁμήρευμα
ὁμηρεύω
ὁμηρεύω3
ὁμηρέω
Ὁμηρίδης
Ὁμηρίζω
Ὁμηρικός
Ὁμηριστής
Ὁμηροκέντρων
Ὁμηρομαντεῖον
View word page
Ὁμήρειος
Homeric

ShortDef

Homeric

Debugging

Headword:
Ὁμήρειος
Headword (normalized):
ὁμήρειος
Headword (normalized/stripped):
ομηρειος
IDX:
61774
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61775
Key:

Data

{'content': 'Homeric'}