Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὁμηγενής
ὁμηγερής
ὁμηγυρίζομαι
ὁμήγυρις
ὁμήθεια
ὁμήθης
ὁμηλικία
ὁμηλικίη
ὁμήλικος
ὁμῆλιξ
ὁμηλυσία
ὁμηρεία
Ὁμήρειον
Ὁμήρειος
ὁμήρευμα
ὁμηρεύω
ὁμηρεύω3
ὁμηρέω
Ὁμηρίδης
Ὁμηρίζω
Ὁμηρικός
View word page
ὁμηλυσία
companionship
ShortDef
companionship
Debugging
Headword:
ὁμηλυσία
Headword (normalized):
ὁμηλυσία
Headword (normalized/stripped):
ομηλυσια
IDX:
61771
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61772
Key:
Data
{'content': 'companionship'}