Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὁμευνέτις
ὅμευνος
ὁμέψιος
ὁμηγενής
ὁμηγερής
ὁμηγυρίζομαι
ὁμήγυρις
ὁμήθεια
ὁμήθης
ὁμηλικία
ὁμηλικίη
ὁμήλικος
ὁμῆλιξ
ὁμηλυσία
ὁμηρεία
Ὁμήρειον
Ὁμήρειος
ὁμήρευμα
ὁμηρεύω
ὁμηρεύω3
ὁμηρέω
View word page
ὁμηλικίη
equal age
ShortDef
equal age
Debugging
Headword:
ὁμηλικίη
Headword (normalized):
ὁμηλικίη
Headword (normalized/stripped):
ομηλικιη
IDX:
61768
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61769
Key:
Data
{'content': 'equal age'}