Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁμέμπορος
ὁμέστιος
ὁμευνέτης
ὁμευνέτις
ὅμευνος
ὁμέψιος
ὁμηγενής
ὁμηγερής
ὁμηγυρίζομαι
ὁμήγυρις
ὁμήθεια
ὁμήθης
ὁμηλικία
ὁμηλικίη
ὁμήλικος
ὁμῆλιξ
ὁμηλυσία
ὁμηρεία
Ὁμήρειον
Ὁμήρειος
ὁμήρευμα
View word page
ὁμήθεια
a living together

ShortDef

a living together

Debugging

Headword:
ὁμήθεια
Headword (normalized):
ὁμήθεια
Headword (normalized/stripped):
ομηθεια
IDX:
61765
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61766
Key:

Data

{'content': 'a living together'}